- ανακαριστής
- ο [ανάκαρο ΙΙ]1. αυτός που παίζει τα (μουσικά όργανα) ανάκαρα2. πλανόδιος μουσικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάκαρο — (I) το και ανάκαρα, η 1. σωματική δύναμη, αντοχή, κουράγιο 2. καλή ψυχική διάθεση, όρεξη 3. ησυχία, ευκαιρία 4. θάρρος, τόλμη, αντρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. ανάκαρο, το < ανάκαρα, η < ανακαρώνω αναλογικά προς το κάρα < καρώνω κατά το σχήμα πείνα… … Dictionary of Greek